Οι βρυκόλακες είναι μυθικά όντα, δημιουργήματα της λαϊκής φαντασίας, τα οποία στην ελληνική και χριστιανορθόδοξη παράδοση έχουν ποικίλα χαρακτηριστικά. Πρόκειται για σώματα νεκρών που αναστήθηκαν αφού καταλήφθηκαν από κάποιον δαίμονα και μπορούν να πάρουν διάφορες μορφές ζώων, ειδικά τη νύχτα, πχ σκύλου ή κατσικιού. Έτσι συνδεόνται άμεσα με το Κακό και τον Σατανά. Σε κάποιες περιοχές λέγονται "καταχανάδες" ή "τυμπανιαίοι" γιατί είναι φουσκωμένοι από το αίμα των ανθρώπων που έχουν πιεί.
Τρέφονται με αίμα, αλλά και γάλα ή αλεύρι, μαγαρίζουν (λερώνουν) το σπίτι συγγενικών τους προσώπων και σκοτώνουν πρώτα τους συγγενείς τους. Δεν τους επηρεάζει ο ήλιος, αλλά φοβούνται τα Θεία και, κατά κάποιες ελληνικές παραδόσεις, η μόνη ημέρα που γυρίζουν στον τάφο τους είναι το Σάββατο ή η Κυριακή. Δεν μπορούν να διασχίσουν νερό, ειδικά θαλασσινό.
Δεν πρέπει να συγχέονται με τα βαμπίρ της Ανατολικής Ευρώπης, που έχουν δικές τους παραδόσεις, αλλά ούτε και με τα αποκυήματα της λογοτεχνίας, δηλ. τον Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ, το Βαμπίρ του Τζον Πολλιντόρι, ή την Καμίλλα του Λε Φανού. Σύμφωνα με τη λογοτεχνία, τα βαμπίρ τρέφονται με το αίμα των ζωντανών. Μένουν στους τάφους τους κατά την διάρκεια της μέρας και βγαίνουν απ' αυτούς μόλις νυχτώσει, εξαιτίας της αδυναμίας τους στο ηλιακό φως. Συνήθως παρουσιάζονται, σε έργα φαντασίας, με κυνόδοντες μεγαλύτερους του κανονικού, τους οποίους χρησιμοποιούν για να τρυπούν το σώμα των θυμάτων τους.
Περισσότερο γνωστές στο ευρύ κοινό είναι οι παραδόσεις των βαμπίρ στην Ρουμανία, και αγνοούνται οι πλούσιες ελληνικές παραδόσεις για τους βρυκόλακες (ή βουρβούλακες ή βρυκολάκιους), που υπήρχαν σε όλη την Ελλάδα και στη Μ. Ασία (πχ Πόντος).
Σήμερα, οι σύγχρονοι ανθρωπολόγοι προσπαθούν να διαχωρίσουν τον μύθο από την πραγματικότητα και να εξηγήσουν γιατί οι παραδόσεις για τους «απέθαντους» είναι τόσο διαδεδομένες. (πηγή:Βικιπαίδεια)